ὑαλέην

ὑαλέην
ὑάλεος
of glass
fem acc sg (epic ionic)
ὑάλεος
of glass
fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υαλούς — και ὑελοῡς, ῆ, οῡν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, έα, ον, Α 1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.) 2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. εος / οῦς (πρβλ. χρύσ εος / οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”